- Τουρκομάνος
- α, Νβλ. Τουρκμένιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τουρκμένιος — και Τουρκομάνος, θηλ. Τουρκμένα, Ν 1. ο κάτοικος τής Τουρκμενίας 2. στον πληθ. οι Τουρκμένιοι και Τουρκομάνοι εθνολ. λαός που ανήκει στον νοτιοδυτικό κλάδο τής τουρκικής γλωσσικής ομάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. turkmen / turkoman < περσ. Turkmān… … Dictionary of Greek
Ουζούν-Χασάν — (15ος αι.). Τουρκομάνος ηγεμόνας. Ήταν ο σπουδαιότερος ηγεμόνας της τουρκομανικής δυναστείας των Ακ κογιουνλού (Ασπροπροβατάδων), η οποία κυριάρχησε στην Καππαδοκία και τη Μεσοποταμία. Όταν ανέβηκε στην εξουσία, δολοφόνησε τον ηγεμόνα της… … Dictionary of Greek